- επάλληλος
- -η, -ο (AM ἐπάλληλος, -η, -ον και -ος, -ον)αυτός που γίνεται κατ' επανάληψη ή με διαδοχική σειρά, ο ένας μετά τον άλλο, αλλεπάλληλοςνεοελλ.(λογ.) «επάλληλες έννοιες» — οι έννοιες που έχουν το ίδιο πλάτος, οι ισοπλατείςαρχ.-μσν.συνεχής, απανωτός, αδιάκοποςαρχ.1. αυτός που ενεργεί αμοιβαία2. (για όμοια αντικείμενα) αυτά που βρίσκονται το ένα πάνω στο άλλο3. γραμμ. «τὸ ἐπάλληλον των δύο ευθειῶν (πτώσεων)» — η συνεκφορά δύο ονομαστικών πτώσεων (Απολλ. Δύσκ.).επίρρ...επαλλήλως1. αλλεπάλληλα, αδιάκοπα, κατ' επανάληψη2. σε στάση που ο ένας βρίσκεται απέναντι στον άλλο ή κατά πρόσωπο.
Dictionary of Greek. 2013.